Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΝΙΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΧΡΟΝΟ ΒΑΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ Η πρόταση του ΠΑΜΕ για το σύγχρονο λαϊκό σχολείο




Οι μεγάλοι αγώνες των τελευταίων χρόνων αποκάλυψαν πλατειά στην κοινωνία το αποκρουστικό πρόσωπο της «εκπαιδευτικής κοσμογονίας», τη σαπίλα και την ταξική σκοπιμότητα που κρύβεται πίσω από τα μεγάλα λόγια για εκσυγχρονισμό και παιδεία ανοιχτών οριζόντων. Οι νέοι άνθρωποι διατράνωσαν την αντίθεσή τους στους νόμους 2525/97 και 2640/98, απαιτώντας την αποσύνδεση του λυκείου από το σύστημα εισαγωγής και την κατάργηση των ΤΕΕ, διεκδικώντας για όλους καλύτερη μόρφωση από τους πατεράδες και τους παππούδες τους. Αναδείχτηκε, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, η ανάγκη για ενιαίο δωδεκάχρονο υποχρεωτικό σχολείο, πριν από οποιαδήποτε διαδικασία επιλογής για την Ανώτατη εκπαίδευση ή επαγγελματικής ειδίκευσης. Η ΔΕΕ θεωρεί ότι η υιοθέτηση και η διεκδίκηση του παραπάνω αιτήματος από το κίνημα παιδείας είναι απαραίτητη  για την ουσιαστική τοποθέτηση και ριζική αντιμετώπιση του εκπαιδευτικού προβλήματος, ώστε να μη δίνονται μάχες οπισθοφυλακής. Στο στόχο αυτό κατευθύνουν  οι γενικότερες παιδαγωγικές αρχές, που χαρακτηρίζουν την παράταξή  μας: η θέση μας για τη μόρφωση ως κοινωνική υποχρέωση και δικαίωμα, η απαίτηση για ισότητα όλων στη συμμετοχή στα υλικά και πνευματικά αγαθά, για κοινωνική αξιοποίηση όλων των ικανοτήτων και δυνατοτήτων που υπάρχουν σε κάθε μέλος της κοινωνίας, και πάνω απ’ όλα η συνειδητοποίηση ότι η εκπαίδευση, όπως κάθε κοινωνική λειτουργία, είναι αναπόσπαστη από τη γενικότερη πάλη των κοινωνικών τάξεων.



Το βασικό ζήτημα:
Το αίτημα για ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο δεν έπεσε από τον ουρανό. Αποτελεί δημιουργική έκφραση των αγωνιστικών παραδόσεων για ενιαίο εννιάχρονο βασικό σχολείο. Εκφράζει, από τη σκοπιά των λαϊκών κοινωνικών αναγκών, τις σύγχρονες δυνατότητες της επιστήμης και γενικότερα των παραγωγικών δυνάμεων , για την ολόπλευρη μόρφωση όλων των νέων ανθρώπων. Και σαν κάθε κοινωνικό αίτημα που έχει αντικειμενική βάση, όσο κι αν δεν θέλουν να το υλοποιήσουν, δεν θα μπορέσουν όμως να το αγνοήσουν. Γι’ αυτό όλο και περισσότερο η άρχουσα τάξη- με τα όργανά της στον πολιτικό, ιδεολογικό και συνδικαλιστικό τομέα- θα προσπαθεί να το περιθωριοποιήσει, να το κατακερματίσει και να το διαστρεβλώσει, μεταφράζοντας τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες στη γλώσσα των στενών ταξικών της συμφερόντων. Η «κοινωνία της γνώσης», νέα έκδοση των παλιών θεωριών περί «μετακαπιταλιστικής» κοινωνίας, έχει γίνει μόνιμη επωδός των ανοιχτών υποστηριχτών των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων σε όλες τις χώρες της ΕΕ, σε όλο το σύστημα του ιμπεριαλισμού. Ότι κι αν λένε, η εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή και η τεχνολογία, που οδηγεί στη διαρκή επαναστατική αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων και γοργή ανάπτυξη των επιστημών, εγκαινιάστηκε από τη βιομηχανική επανάσταση ακόμα -είναι σύμφυτο δηλαδή φαινόμενο με τον καπιταλισμό και, αντί να λύνει, οξύνει σε εκρηκτικό βαθμό τις αντιθέσεις του. Όταν σε μεγαλύτερο βαθμό, η γενικευμένη εφαρμογή της επιστήμης στην κοινωνία θέτει το ερώτημα, όχι μόνο οι λεγόμενες κοινωνικές  αλλά και οι θετικές επιστήμες  ποιο σκοπό και κοινωνικό συμφέρον τελικά υπηρετούν, κάποιοι προβάλλουν την ...«αυταξία» της γνώσης. Παρουσιάζουν σαν καινούριο ιδανικό τη «μάθηση για τη μάθηση» κι υποστηρίζουν ότι και στο σχολείο η μάθηση αυτοσκοπός, σαν να είναι το σχολείο ανεξάρτητο από τις κοινωνικές σχέσεις. Θέλουν να  κρύψουν ότι το βασικό ζήτημα του σχολείου είναι τι άνθρωπο θέλει η κοινωνία να διαπλάσει. Στην εποχή μας το υψηλό επίπεδο της επιστήμης συνδέεται με τη  γενικευμένη εφαρμογή της στην παραγωγή και την κοινωνία και απαιτεί καταρχήν ανθρώπους με γενική αντίληψη της οικονομίας και της κοινωνίας, ικανούς όχι μόνο να κάνουν μια δουλειά αλλά να καθορίζουν την εξέλιξη και τη διεύθυνση όλης της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε επιστημονική ή επαγγελματική Κατάρτιση  πρέπει να θεμελιώνεται πάνω σε μια διευρυμένη  ποσοτικά και ποιοτικά βασική (=γενική) εκπαίδευση. Εδώ όμως βλέπουμε ότι δεν ταυτίζονται οι απαιτήσεις του λαού μας με τις ανάγκες της άρχουσας τάξης. Κι είναι  ορατή η τάση σε όλη την καπιταλιστική Ε.Ε  ν’ αναπαράγονται άνθρωποι γυμνοί από τον υλικό και πνευματικό πλούτο, τις παραδόσεις  και τη συνείδηση της ανθρωπιάς τους, άτομα που εύκολα καλουπώνονται στις κάθε φορά απαιτήσεις και τις στρατηγικές επιδιώξεις του κεφαλαίου. Έτσι, όμως, τα προβλήματα κι οι αντιθέσεις στο σχολείο και την κοινωνία  αναπαράγονται σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό. Οι σύγχρονες λαϊκές ανάγκες απαιτούν:
1. Διεύρυνση της βασικής εκπαίδευσης
Αν σήμερα προβάλλεται σαν πρότυπο μαζικής εκπαίδευσης η «μάθηση της μάθησης», είναι γιατί θέλουν να προσαρμόσουν τη βασική εκπαίδευση στα ελάχιστα  απαιτούμενα της «δια βίου επαγγελματικής κατάρτισης»: να εξασφαλίζει στοιχειώδεις γνώσεις και  δεξιότητες (γνώση, ανάγνωση, αρίθμηση, επικοινωνία σε ξένη γλώσσα και χειρισμό υπολογιστή) και κυρίως να διαπαιδαγωγεί στην επαγγελματική αβεβαιότητα, στο μοίρασμα της φτώχειας και της ανεργίας, στην πιο ξεδιάντροπη εκμετάλλευση του ανθρώπινου μόχθου. Η επιθυμία αυτή πραγματώνεται με την πρόωρη εγκατάλειψη της εκπαίδευσης, καθώς η αναπαραγωγή των στοιχειωδών γνώσεων μπορεί να γίνεται σήμερα πιο γρήγορα και γιατί η χειραγώγηση των εργαζομένων είναι πιο εύκολη όταν γίνεται από μικρή ηλικία. Όμως, η υποχρεωτική βασική εκπαίδευση δεν μπορεί στην εποχή μας να σταματά στις στοιχειώδεις γνώσεις και δεξιότητες. Κι ούτε είναι κοινωνικά δίκαιο να υπάρχει διάκριση (π.χ. ανάμεσα σε γενική και τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση), κατά τη διάρκεια της διαπαιδαγώγησης του νέου ανθρώπου, πριν δηλαδή ο νέος φτάσει στα 18 του χρόνια. Για να μπορέσει  ο κάθε νέος  άνθρωπος να διαμορφώσει κριτήριο,  για να επιλέγει μέσα από τη «σαβούρα» των πληροφοριών  το θησαυρό  της αληθινής γνώσης αλλά και για να οργανώσει  την ίδια την προσωπικότητά του σε σύνολο οργανικά συγκροτημένο , που να εξασφαλίζει τη συναισθηματική και βουλητική του ισορροπία, απαιτείται η διεύρυνση της υποχρεωτικής βασικής εκπαίδευσης στα 12 χρόνια, σα συνέχεια δίχρονης υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής. Δε ζητάμε μόνο τη θεσμοθέτηση δωδεκάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης αλλά εννοούμε  την υποχρέωση  του κράτους  να εξασφαλίζει  τα μέσα σε όλα τα παιδιά του λαού  να πάρουν σε όμοιες συνθήκες ουσιαστική κι ολόπλευρη μόρφωση. Κι αυτό μπορεί και πρέπει να γίνει μέσα από ενιαίο δωδεκάχρονο βασικό σχολείο.
2. Ενότητα του σχολείου
Πολλοί, σε διάφορους τόπους χρόνους, μίλησαν  για Ενιαίο σχολείο, όμως άλλα σήμαινε για το εργατικό κίνημα κι άλλα για τις διάφορες  εκδοχές  της αστικής πολιτικής. Η ενότητα της εκπαίδευσης, όπως διατυπώθηκε από το ιστορικό σύνθημα της αντιστασιακής κυβέρνησης του βουνού, «Ένας λαός-μια παιδεία», σήμαινε κοινωνικό δικαίωμα στη μόρφωση - όχι ανάλογα με την ταξική οικονομική θέση, τον τόπο διαμονής, τα θρησκευτικά πιστεύω ή φυλετικά γνωρίσματα αλλά σύμφωνα με τις γενικές κοινωνικές ανάγκες και την εσωτερική δυναμικότητα, έτσι που ο καθένας να τείνει  στην τέλεια ανάπτυξη της προσωπικότητας και το κοινωνικό  σύνολο να υψώνεται, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός ολοένα ανώτερου πολιτισμού. Η γενική αυτή αρχή, που συνδέει την ολόπλευρη μόρφωση της κοινωνικής προσωπικότητας του καθένα με την ανύψωση της παιδείας και του πολιτισμού όλου του λαού, αποτυπώνεται και στο αίτημα για ενιαίο βασικό σχολείο. Το Ενιαίο βασικό σχολείο σημαίνει ισότιμη παροχή γενικής μόρφωσης σε όλους σε όμοιες συνθήκες, χωρίς φραγμούς και διακρίσεις και αντιδιαστέλλεται στον ταξικό χαρακτήρα του σχολείου, στις όποιες εκφράσεις του: την υποβάθμιση της μαζικής βασικής εκπαίδευσης,  το σταδιακό φιλτράρισμα των μαθητών από τάξη σε τάξη κι από βαθμίδα σε βαθμίδα και ιδιαίτερα την ταξική διαφοροποίηση του ανώτερου τμήματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η δωδεκάχρονη βασική εκπαίδευση πρέπει να εξασφαλίζεται λοιπόν για όλους μέσα από ένα τύπο σχολείου. Αυτό σημαίνει όμως: ενιαία δομή, ενιαίο πρόγραμμα, ενιαία διοίκηση και λειτουργία, ενιαίο επίπεδο υλικοτεχνικής υποδομής και ενιαία εκπαιδευμένο προσωπικό. Ενιαίο σχολείο σημαίνει δημόσιο και δωρεάν, ώστε το μορφωτικό επίπεδο  του λαού να ανεβαίνει σε όλες τις περιοχές και τις κοινωνικές κατηγορίες. Επιτέλους να δοθεί τέλος στο διπλό παράλληλο κύκλωμα δημόσιας ιδιωτικής εκπαίδευσης, σημαντικό παράγοντα ανισοτιμίας στη μόρφωση και προνομιακής μεταχείρισης. Να μην προχωρήσει άλλο η «αποκέντρωση» των σχολείων, η επιλεκτική χρηματοδότησή τους και η διαφοροποίηση των προγραμμάτων και των βιβλίων τους. Να εξασφαλιστεί η δωρεάν παιδεία για όλους. Ενιαίο δεν μπορεί να θεωρείται το σχολείο των ξεχωριστών βαθμίδων (πρωτοβάθμια-δευτεροβάθμια)  κι επικαθήμενων τμημάτων (δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο), απομεινάρι της πολιτικής που θεωρούσε τη χαμηλότερη μόνο βαθμίδα για τα πλατειά λαϊκά στρώματα. ΄Ολοι οι νέοι μπορούν και πρέπει να ολοκληρώσουν ο ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο για να φτάσουν σήμερα στον προορισμό της γενικής εκπαίδευσης , δηλ. την πλήρη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Γιατί το σχολείο δεν πρέπει να προσθέτει απλά γνώσεις αλλά να συμβάλλει στην πορεία ανάπτυξης του παιδιού και του εφήβου. Έτσι, οι τελευταίες τάξεις του σχολείου αποτελούν συνέχεια της προηγούμενης εκπαίδευσης και διακρίνονται για την ποιοτικά διαφορετική επεξεργασία της γνώσης, τη μεγαλύτερη ευθύνη και πρωτοβουλία των μαθητών, θέματα που συνδέονται με τις μορφωτικές απαιτήσεις της ώριμης εφηβείας. Κι αυτές τις ανάγκες τις έχουν όλοι χωρίς εξαίρεση οι νέοι, για να αναπτύξουν την προσωπικότητά τους. Άλλο  ενιαίο σχολείο κι άλλο ενιαίο λύκειο. Δε βλέπουμε αυτοτελώς το λύκειο, έξω από τη βασική εκπαίδευση, γιατί τότε θα το αποδεχόμαστε σαν προθάλαμο της ανώτατης εκπαίδευσης και κατά συνέπεια σα σχολείο κοινωνικής επιλογής. Όταν είναι γνωστό ότι ο νέος άνθρωπος ενηλικιώνεται στα 18, γιατί να εξαναγκάζεται σε επιλογή ζωής από την εφηβεία του, όσο συνεχίζεται ακόμη η κρίσιμη αυτή περίοδος της βιολογικής ψυχικής και κοινωνικής του ανάπτυξης; Στην ενιαία βασική εκπαίδευση που προσανατολίζεται στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, δεν έχουν νόημα ούτε οι πανελλαδικού χαρακτήρα εξετάσεις, ούτε ο ομαδικός διαχωρισμός των μαθητών σε «επιστημονικές-επαγγελματικές» κατευθύνσεις, ούτε οι διαφορετικοί τύποι σχολείων , με άλλα λόγια οι διακρίσεις που δίνουν παιδαγωγική επίφαση στην αναπαραγωγή της κοινωνικής ανισότητας. Όταν ο νέος φτάσει στα 18 του χρόνια τότε θα έχει  διαμορφώσει σε γενικές γραμμές την προσωπικότητά του, κι άρα θα έχει την ωριμότητα- στο βαθμό που εξαρτιέται από αυτόν-  να προσανατολιστεί σ’ ένα επάγγελμα ή να συνεχίσει τις σπουδές του. Άλλωστε, το ιδιαίτερο ταλέντο είναι στην πραγματικότητα συνδυασμός ικανοτήτων - γι’ αυτό το ενιαίο δωδεκάχρονο βασικό σχολείο που απορρίπτει την αποσπασματική γνώση και την πρόωρη επαγγελματική ειδίκευση δίνει τη δυνατότητα στο νέο, προετοιμάζοντάς τον γενικά για τη ζωή, να ανακαλύψει ιδιαίτερες ικανότητες και να αναπτύξει το ταλέντο του. Αυτό απαιτεί όχι μόνο το χρόνο που δίνει το δωδεκάχρονο σχολείο αλλά κυρίως την ποιοτική διαφοροποίηση της γενικής εκπαίδευσης.
3. Πολυτεχνική γενική εκπαίδευση 
Αν το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό σχολείο αποβλέπει στη μόρφωση όλων των ανθρώπων και δε διαφοροποιείται για να υπηρετήσει την ταξική επιλογή, τότε διαφέρει ριζικά και από το παραδοσιακό γενικό σχολείο  και από το τεχνικο-επαγγελματικό, που αναπαράγουν τον ταξικό καταμερισμό εργασίας και την αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και χειρωνακτική εργασία. Η μεγάλη ανάγκη της βασικής εκπαίδευσης στην εποχή μας είναι ένα σχολείο που δεν θα  αναπτύσσει μονομερώς μια ικανότητα των νέων για απασχόληση, αλλά θα μορφώνει ολόπλευρα την προσωπικότητά τους. Είναι σχολείο επομένως γενικής  εκπαίδευσης με τη σύγχρονη ευρύτητά της: δεν  στοχεύει στην απόκτηση όλων των γνώσεων ( παραδοσιακός εγκυκλοπαιδισμός που είναι πέραν των άλλων ανέφικτος με την έννοια της ποσοτικής μόρφωσης), αλλά στη γενική θεώρηση του κόσμου στην ολότητά του - την αναγνώριση των νόμων της φυσικής και κοινωνικής εξέλιξης και του ρόλου του ανθρώπου μέσα σ’ αυτήν μέσα από τη ζωντανή επικοινωνία του μαθητή, τόσο με τη φύση όσο και τον ανθρώπινο πολιτισμό. Και καθώς πρωταρχικός όρος της ανθρώπινης κουλτούρας και της κοινωνικής ζωής είναι η εργασία, το σχολείο πρέπει να ενσωματώνει βασικά στοιχεία της επιστήμης των μέσων παραγωγής, της τεχνολογίας, όχι για επαγγελματική εξειδίκευση αλλά σαν γενική προετοιμασία για τη ζωή.  Όχι όμως με τη σημερινή έννοια αποσπασματικών τεχνικών μαθημάτων, είτε αφηρημένης τεχνολογικής ενημέρωσης είτε μηχανικής εκμάθησης εργαλείων,  αλλά αντίθετα σαν γενικό προσανατολισμό της  διδασκαλίας των φυσικών και κοινωνικών επιστημών σε σύνδεση με την εφαρμογή τους στη ζωή. Για παράδειγμα η εκμάθηση των λεγόμενων θετικών επιστημών θα ήταν πιο ουσιαστική αν σχετιζόταν με την εφαρμογή τους στην παραγωγή σε συνάρτηση με τη διδασκαλία των  κοινωνικών επιστημών και με τη συμβολή νέων μαθημάτων και προγραμμάτων σχετικών με την παραγωγική βάση της χώρας μας. Το ζητούμενο είναι οι μαθητές να αναγνωρίζουν μέσα στην πολυπλοκότητα της παραγωγής και την πληθώρα των μέσων, τα κοινά στοιχεία των εργαλείων και τις κοινές επιστημονικές αρχές που ο άνθρωπος στην παραγωγή εφαρμόζει, τη μεγάλη αλήθεια ότι την κοινωνία ξεκινώντας από την ίδια της την οικονομική βάση, ο άνθρωπος την καθορίζει. Την ανάγκη για πολυτεχνικό χαρακτήρα της βασικής-γενικής εκπαίδευσης τη γέννησε αλλά δεν μπορεί να καλύψει η ανάπτυξη του καπιταλισμού, γιατί το ζητούμενο δεν είναι άτομα ευάλωτα που θα τρέχουν πίσω από τις εξελίξεις , συλλέγοντας τη μια μετά την άλλη σκόρπιες καταρτίσεις, και θα προσαρμόζονται παθητικά στο περιβάλλον αλλά, αντίθετα, συνειδητοί κοινωνικοί άνθρωποι , συντελεστές της κοινωνικής εξέλιξης. Το πολυτεχνικό γενικό σχολείο -όρος της σοσιαλιστικής παιδαγωγικής- είναι το ζητούμενο  δημιουργικό σχολείο. Γιατί στο περιεχόμενό του, συνδέει τη θεωρία με την πράξη, τις επιστήμες με την εφαρμογή τους στη ζωή κι  αποτελεί επομένως λύση τόσο στο πρόβλημα του σημερινού γενικού σχολείου -τη συσσώρευση και μηχανική απομνημόνευση  θεωριών και ασύνδετων γνώσεων- όσο και της τεχνικο-επαγγελματικής εκπαίδευσης -την εμπειρική, μερική κι άρα εφήμερη ειδίκευση. Γιατί επιπλέον, στη μεθοδολογία του, συνδέει το μάθημα με την κοινωνική πράξη, για να συντονίσει το βήμα του με τις πρωτοπόρες δυνάμεις της κοινωνικής προόδου, εμπλουτίζοντας το συναισθηματικό κόσμο των μαθητών με το υλικό που προσφέρει η ίδια η ζωή, τα μεγάλα και επίκαιρα κοινωνικά προβλήματα, κινητοποιώντας τη βούλησή τους , διαμορφώνοντας στάση ζωής. Ένα τέτοιο σχολείο χρειαζόμαστε, της ολόπλευρης μόρφωσης σταθερής κοινωνικής δημιουργικής προσωπικότητας. Η απλή πρόσθεση κάθε φορά ύλης και «νέων» μαθημάτων δεν κάνει το σχολείο δημιουργικό. Το κυνήγι της ύλης έχει σε σημαντικό βαθμό απονεκρώσει τη δημιουργική διάθεση του εκπαιδευτικού, ενώ η αποθησαύριση γνώσεων σαν αποτέλεσμα της εντατικοποίησης καταλήγει στο λειτουργικό αναλφαβητισμό, αρρώστεια που χτυπά και τους καλύτερους μαθητές: ξέρουν πολλά αλλά δεν ξέρουν τι να τα κάνουν. Οι γνώσεις συντηρούνται με διαρκείς επαναλήψεις μέχρι την ημερομηνία των πανελλαδικών εξετάσεων. Αυτό που μένει είναι η κούραση κι η απέχθεια προς ό,τι θυμίζει τη γνωστική διαδικασία. Η συνταγή της ποσοτικής μόρφωσης έχει δοκιμαστεί,  τώρα προβάλλει η ανάγκη μιας άλλης ποιότητας σχολικής αγωγής. Αυτή απαιτεί όμως ριζική αναδιάρθρωση όλου του προγράμματος και αναδιοργάνωση της σχολικής ζωής, σαν έκφραση του αναπροσανατολισμού της εκπαίδευσης στο πλαίσιο μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης. 
4. Αναδιάρθρωση του σχολικού  προγράμματος
 Πιστεύουμε ότι το πρόγραμμα του σχολείου πρέπει ριζικά να αναδιαρθρωθεί και να συγχρονιστεί , προσανατολισμένο στη διάπλαση της σταθερής και αρμονικής κοινωνικής προσωπικότητας. Ξεκινάμε λοιπόν με την απαίτηση το όλο πρόγραμμα του σχολείου αλλά και το κάθε μάθημα να συγκεντρωθεί σε κείνα τα στοιχεία της λειτουργίας του που είναι απαραίτητα γι’ αυτόν το σκοπό. Έτσι, από τη μια αυξάνεται η συμβολή του κάθε μαθήματος στην ποιότητα του όλου προγράμματος και δημιουργείται η ανάγκη για συνεργασία των εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων. Από την άλλη βελτιώνεται και το κάθε μάθημα ξεχωριστά, γιατί τονίζεται ακριβώς η συγκεκριμένη συνεισφορά του στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νέου ανθρώπου. Με αυτό το κριτήριο πρέπει να επιλέγεται η ύλη και η μέθοδος και να καθορίζεται η κύρια λειτουργία του κάθε μαθήματος, ώστε το πρόγραμμα να αποτελέσει ένα οργανωμένο όλο. Να πάψουν τα σχολικά μαθήματα να υπάρχουν «το καθένα για λογαριασμό του», με τη μορφή της σύνοψης των πανεπιστημιακών παραδόσεων,  γνώσεων ασύνδετων κι  άχρηστων για τη βασική εκπαίδευση, σαν αποτέλεσμα της λειτουργίας του σχολείου ως μηχανισμού ταξικής επιλογής αλλά και ιδεολογικής χειραγώγησης. Το ίδιο το γνωστικό περιεχόμενο του σχολείου πρέπει ν’ αποκτήσει εσωτερική ενότητα και  επιστημονική ουσία. Οι επικαλύψεις πρέπει να καταργηθούν όπως επίσης κι αναχρονισμοί, στοιχεία που δεν αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής  μόρφωσης. Το σχολείο πρέπει να θέσει τις απαραίτητες επιστημονικές βάσεις για να αποκτήσουν όλοι οι νέοι γενική θεώρηση της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας, επιστημονικό κοσμοθεωρητικό υπόβαθρο και κει πάνω να οικοδομήσουν την ιδεολογική τους τοποθέτηση, να συνειδητοποιήσουν τη θέση τους μέσα στον κόσμο κι απέναντι  στη ζωή. Τα κύρια στοιχεία της διανοητικής αγωγής του σχολείου πρέπει να είναι :

α) Η σωστή και πλήρης γνώση της γλώσσας και των τρόπων και των μεθόδων της μαθηματικής σκέψης.
β) Η γνώση της φύσης, δηλαδή των φυσικών φαινομένων που συναντούμε στη ζωή, και η αναγωγή τους σε φυσικές νομοτέλειες
γ) Η γνώση της κοινωνίας, η γνώση δηλαδή της ιστορίας του ανθρώπου, μέσα από τα συγκεκριμένα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής και την αναγωγή τους στους νόμους της ιστορικής εξέλιξης.
Ταυτόχρονα το σχολείο θα πρέπει να ενσωματώνει τη φυσική και αισθητική αγωγή, που σήμερα είναι καταδικασμένη στο περιεχόμενο κάποιων δευτερευόντων μαθημάτων, παρά την αναγνωρισμένη της αξία στη σωματική και ψυχική καλλιέργεια.  Στη βασική εκπαίδευση, όμως, δεν υπάρχουν πρωτεύοντα και παρακατιανά μαθήματα, αλλά επιλέγονται εκείνα που κρίνονται απαραίτητα για την αρμονική ανάπτυξη των νέων ανθρώπων. Πολύ εργασία περιμένει λοιπόν τους παιδαγωγούς και εκπαιδευτικούς που θα ήθελαν να συμβάλουν στην αναδιάρθρωση του προγράμματος ( πολύ περισσότερο που οι ιθύνοντες του υπουργικών ερευνητικών κέντρων έχουν άλλη ενασχόληση, τη βιομηχανία παραγωγής αξιολογικών ερωτήσεων, που αποπροσανατολίζουν και περιορίζουν τη διδασκαλία και το έργο του εκπαιδευτικού).
 Όλα αυτά απαιτούν και ριζική αλλαγή της μεθοδολογίας της σχολικής εργασίας, που σήμερα δυστυχώς εκσφενδονίζει τη δημιουργική διάθεση και τη συλλογική δραστηριότητα έξω από το πρόγραμμα του σχολείου ή την περιορίζει σε επιλεκτικά προαιρετικά προγράμματα και φιλανθρωπίες της κακιάς ώρας. Αντίθετα η ευαισθητοποίηση των νέων ανθρώπων όχι μόνο ως αντικειμένων αλλά κι ως υποκειμένων της σχολικής μάθησης πρέπει να διαπερνά το πρόγραμμα του σχολείου που εφαρμόζεται κάθε φορά συγκεκριμένα. Η κατάργηση της αντιπαράθεσης έδρας-θρανίου μέσα από την αναδιάταξη της τάξης,  η ομαδοποιημένη εργασία, η ενεργητική δραστηριοποίηση του μαθητή στη γνώση με το διαρκές πέρασμα από τη διδασκαλία στο εργαστήριο κι από κει στη ζωή, η βοήθεια που πρέπει να δίνεται το σχολείο στην εξασφάλιση κι οργάνωση του εξωσχολικού ελεύθερου χρόνου του μαθητή είναι ορισμένα πρακτικά προβλήματα που θα πρέπει να μας απασχολούν. Έχουμε υπόψη μας αναλυτικές μελέτες που βλέπουν μια νέα δυναμική στο σχολείο, όχι με λύσεις «συνυπευθυνότητας» και διαχείρισης της μιζέριας, αλλά μέσα από την κινητοποίηση όλων των δυνάμεων μέσα κι έξω από το σχολείο για την ανατροπή της. Εδώ έρχεται και το θέμα της οργάνωσης και διεύθυνσης της σχολικής ζωής σε σύνδεση με το κοινωνικό περιβάλλον.
5. Αναδιοργάνωση της σχολικής ζωής
Το σχολείο κάποτε πρέπει να αποτελέσει Σχολική Κοινότητα, με την έννοια της συλλογικής οργάνωσης και διεύθυνσης της σχολικής ζωής. Γι’ αυτό δεν αρκούν θεσμοί συμμετοχής και διοικητική ανάθεση αρμοδιοτήτων . Σημαίνει πρώτα απ’ όλα διαμόρφωση κοινών σκοπών. Η Σχολική ζωή και η Αυτοδιοίκησή της έχουν κάθε φορά συγκεκριμένο περιεχόμενο εξαρτώμενο από γενικότερους κοινωνικούς παράγοντες, και μάλιστα από τους συσχετισμούς της κοινωνικής πάλης και το ρόλο του λαϊκού κινήματος στα εκπαιδευτικά πράγματα. Αν κάποιοι σήμερα αυτοδιοίκηση κι αποκέντρωση ονομάζουν την κεντρική κατεύθυνση όλων των κρατικών μηχανισμών να περάσουν τα δημόσια σχολεία στον άμεσο κι αυταρχικό έλεγχο από τους ιδιώτες-χορηγούς ( με  την παρέμβασή τους  στα προγράμματα και τα βιβλία, την εργασιακή ομηρία του εκπαιδευτικού, την οικονομική αφαίμαξη των οικογενειών και τελικά τους μορφωτικούς φραγμούς και τη  χειραγώγηση του μαθητή), εμείς αντίθετα υποστηρίζουμε την καθοριστική  εμπλοκή στο μέτωπο του σχολείου των άμεσα ενδιαφερόμενων για την αγωγή των παιδιών , των εκπαιδευτικών, μαθητών  και γονιών κι ακόμη περισσότερο των εργατικών σωματείων, των  λαϊκών μαζικών φορέων, όλων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που αποτελούν αντίπαλο δέος για τους κυρίαρχους. Βλέποντας την εργασία του εκπαιδευτικού από τη σκοπιά αυτή, αντιλαμβανόμαστε καλύτερα τη σημασία της, τη σύνδεση της  προσπάθειάς του μέσα στην τάξη με την κοινωνική και πολιτική του δραστηριότητα. Ο σωστός παιδαγωγός, όπως υπογράμμιζε ο Δ. Γληνός, «βλέπει  στις νέες ψυχές τη δυνατότητα μιας καλύτερης ανθρωπότητας και θέτει ολόκληρο  τον εαυτό του υπηρέτη  της δημιουργίας της, βρίσκοντας σ’ αυτή του  την ενέργεια τη βαθύτατη ικανοποίηση  του είναι του». Σημειώνουμε, ιδιαίτερα σήμερα, την ανάγκη ο εκπαιδευτικός να μην εγκαταλείπει την αποστολή του μπροστά στις δυσκολίες, το γενικότερο βιοτικό και πολιτιστικό επίπεδο, την άθλια υποδομή των σχολείων, την προσπάθεια των κυβερνώντων να μας  αξιολογήσουν για να μας «συμμορφώσουν» στα δικά τους μέτρα. Ο εκπαιδευτικός ασκεί το λειτούργημά του μέσα στην αμοιβαία διαδικασία διδασκαλίας-μάθησης κι αγωγής, στην οποία αντικειμενικά παίρνουν μέρος κι οι μαθητές, οι γονείς και ο κοινωνικός περίγυρος του σχολείου. Η  από κοινού ενεργοποίηση στο σχολικό μάθημα και πρόγραμμα, η αμοιβαία ανταλλαγή γνωμών γύρω από τα προβλήματα του σχολείου και του σχολικού έργου, ο κοινός αγώνας για ένα σχολείο που θα υπηρετεί το λαό και θα χρειάζεται την παρέμβασή του, θα κάνει την ευκαιριακή ως σήμερα συνάντηση αυτών των φορέων μόνιμη και δημιουργική. Θα δημιουργήσει τις συνθήκες για δημοκρατικό έλεγχο και ουσιαστική βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου.
6. Αναπροσανατολισμός του σχολείου
Όλα ξαναγυρνούν στο σκοπό του σχολείου -τι ανθρώπους θέλει να διαπαιδαγωγήσει η κοινωνία.  Μόνο ο αναπροσανατολισμός του σχολείου, η μετατροπή του από μηχανισμό ταξικής επιλογής και χειραγώγησης σε όργανο ολόπλευρης διαμόρφωσης της προσωπικότητας, μπορεί να εξασφαλίσει την αυτοτέλειά του.Η αναπαραγωγή του ειδικευμένου εργατικού και επιστημονικού δυναμικού είναι μια διαδικασία που πρέπει να ακολουθεί χρονικά τη δωδεκάχρονη εκπαίδευση  και να περνά μέσα από την ειδική επαγγελματική εκπαίδευση. Είτε σε δημόσιες Ειδικές Επαγγελματικές σχολές, είτε στην Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση, για όσα επαγγέλματα απαιτούν υψηλή επιστημονική ειδίκευση. Το ενιαίο βασικό σχολείο εξασφαλίζει εξίσου τους όρους, το γενικό μορφωτικό υπόβαθρο. Από κει και πέρα η όποια διαδικασία εισαγωγής στα πανεπιστήμια, που θα μπορούσε να έχει για παράδειγμα τη μορφή κάποιων εξετάσεων σε 3-4 γνωστικά αντικείμενα σχετικά με τη μελλοντική επιστημονική ειδίκευση,  δεν μπορεί να καθορίζει το πρόγραμμα του σχολείου (όπως γινόταν παλιά με τις δέσμες και τώρα με τις κατευθύνσεις) ούτε βέβαια να εμπλέκεται στη διαδικασία προαγωγής και απόλυσης από το σχολείο. Το πρόβλημα με τις εξετάσεις είναι τι είδους σχολείο υπηρετούν. Σ’ ένα σχολείο που έχει στόχο την προσωπικότητα του μαθητή, οι εξετάσεις είναι το τελευταίο στάδιο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και θα μπορούσαν να την ανατροφοδοτήσουν, δημιουργώντας στο μαθητή κίνητρο, την ηθική επιβράβευση της προσπάθειας. ‘Έτσι κι αλλιώς ο εκπαιδευτικός δεν αξιολογεί μηχανικά το αποτέλεσμα αλλά την όλη προσπάθεια του μαθητή, που είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη ανάλογα με το μορφωτικό και οικονομικό του περιβάλλον, τα ιδιαίτερά του προβλήματα κλπ. Η σχολική αξιολόγηση επομένως δεν μπορεί παρά να γίνει από τον ίδιο τον εκπαιδευτικό μέσα στην τάξη, είναι προσωπική και πάντως σχετική, γιατί η προσωπικότητα δεν αποτελεί κάποιο μέγεθος απολύτως μετρήσιμο και συγκρίσιμο. Οι εξετάσεις όμως εισαγωγής στα πανεπιστήμια έχουν άλλο χαρακτήρα, αναγκαστικά σύγκρισης κι επιλογής, γιατί δεν κρίνουν τη γενική παιδεία αλλά σε ένα βαθμό έρχονται να υπηρετήσουν τη διάγνωση συγκεκριμένων ειδικών ικανοτήτων που χρειάζεται π.χ. ο μελλοντικός γιατρός ή μηχανικός.Η ελεύθερη πρόσβαση είναι μια απάτη. Αν θα υπάρχει επιλογή για την ανώτατη εκπαίδευση, αυτό δεν καθορίζεται από το άτομο- είτε έχουμε είτε δεν έχουμε εξετάσεις- αλλά από τον κοινωνικό καταμερισμό και το επίπεδο της εργασίας. Από κει και πέρα η αποσύνδεση του λυκείου από τη διαδικασία επιλογής  κι η ολοκλήρωση της βασικής μόρφωσης όλων μέσα από ένα τύπο σχολείου είναι το άμεσο αντισταθμιστικό μέτρο στην υπάρχουσα κοινωνική ανισότητα. Επιπρόσθετα κοινωνικά κριτήρια θα μπορούσαν να θεσμοθετηθούν για την εισαγωγή ορισμένων κατηγοριών π.χ. ειδικά ποσοστά για τους εργαζόμενοι μαθητές ή εργαζόμενους που δοκιμάζουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους μετά από χρόνια εγκατάλειψη της εκπαίδευσης.  Όμως, ας μην έχουμε αυταπάτες ότι θα γλυτώσει το σχολείο από τον ανταγωνισμό και το άγχος  του πανεπιστημιακού μονόδρομου και θα διευρυνθεί πραγματικά η Ανώτατη Εκπαίδευση, χωρίς ριζικές αλλαγές στο επίπεδο της  οικονομίας, ξεκινώντας από την εξάλειψη της ανεργίας και της φτώχειας αντί για το μοίρασμα  και τη συγκάλυψή της. Το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Βασικό σχολείο είναι επομένως πρόταση διεκδίκησης μιας άλλης πολιτικής κι όχι τεχνοκρατικό μπάλωμα και έκθεση ιδεών περί ελευθερίας και δικαιωμάτων του ατόμου. Είναι στόχος πάλης που συμβάλει στη δυναμική επιβολή μιας φιλολαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής, γιατί συνενώνει το λαό  και επιδρά στη συνειδητοποίηση των συμφερόντων του. Πιστεύουμε ότι αποτελεί αίτημα συσπείρωσης σ’ ένα κοινωνικό μέτωπο παιδείας, όλων των δυνάμεων που μπορούν και πρέπει να έρθουν σε ρήξη με τις αναδιαρθρώσεις της ιμπεριαλιστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υπεράσπιση και διεύρυνση των εργασιακών μορφωτικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, ένα βασικό πεδίο που μπορεί να οδηγήσει στη χειραφέτηση των πολλών από την πολιτική και την εξουσία της ολιγαρχίας που κυριαρχεί στον τόπο μας.
πίσω